- φυσιογνωμιστής
- φυσιογνώμων (-όνος) ο физиономист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιογνωμιστής — ο, Ν μελετητής τής φυσιογνωμικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωμία + κατάλ. ιστής*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φυσιογνωμισταί, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φυσιογνωμιστής — ο αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωμία (βλ. λ.), που από τη φυσιογνωμία εξακριβώνει το χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιογνώμων — όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, ίγνωμον Α αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμων (<… … Dictionary of Greek